σόφισμα

σόφισμα
σόφ-ισμα, ατος, τό,
A acquired skill, method, in medicine, Hp.Loc.Hom.41.
II clever device, ingenious contrivance, Pi.O.13.17 (pl.);

σ. μηχανᾶσθαι Hdt.3.85

; σ. καὶ μηχαναί ib.152;

ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr.459

; οὐκ ἔχω σ. ὅτῳ . . πημονῆς ἀπαλλαγῶ ib.470; μὴ . . κἀκχέω τὸ πᾶν ς. S.Ph.14; τὸ Θεσσαλὸν ς. a trick in fighting, v. Θεσσαλός; πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς E.Fr.972; τέχναι . . καὶ ς. Ar.Pl.160;

τὸ γὰρ σ. δημοτικόν Id.Nu.205

;

πρὸς μὲν Σωκράτη . . τὸ σ. μοι οὐδέν Pl. Smp.214a

;

τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου Id.La.183d

.
2 in less good sense, sly trick, artifice,

δίκην δοῦναι σ. κακῶν E.Ba.489

, cf. Hec.258; ἐφ' ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα ς. Th.6.77
, cf. D.35.2; stage-trick, claptrap, Ar.Ra.17, 872, 1104; of tricks in government, Arist.Pol.1297a35, 1308a2; in cookery, X.Hier.1.23 (pl.).
3 captious argument, quibble, sophism, Pl.R.496a, D.25.18, Epicur.Nat.28.9, etc.; περὶ σοφισμάτων, title of work by Chrysippus;

σ. τῆς ῥητορικῆς Longin.17.2

; opp. a true logical argument ([etym.] φιλοσόφημα, ἐπιχείρημα), Arist.Top.162a16:— Ar. calls a person σόφισμ' ὅλον, Av.431, cf.Ath.1.11b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σόφισμα — acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • σόφισμα — το επιχείρημα που αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά εξωτερικά μοιάζει με λογικό κι έτσι μπορεί να εξαπατηθεί ο ακροατής: Προσπαθεί με σοφίσματα να στηρίξει την αλήθεια των απόψεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σόφισμ' — σόφισμα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Софизм — (σοφισμα, от σοφιξομαι хитро придумываю) преднамеренно ложный вывод в противоположность паралогизму (см.), непреднамеренно ложному выводу (см. Ошибки). Систематический анализ С. (σιλλογισμοι επιςτικοι) был дан впервые Аристотелем в его… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σοφισμάτων — σόφισμα acquired skill neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασι — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασιν — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματι — σόφισμα acquired skill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματος — σόφισμα acquired skill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”